- συμφύω
- ΝΑ, και συμφύνω Α [φύω / -ομαι]μέσ. συμφύομαια) φύομαι μαζί ή συγχρόνως με κάτιβ) φύομαι ενωμένος με κάτινεοελλ.(το μέσ.) α) είμαι συναρθρωμένος με σύμφυση, είμαι συνοστεωμένοςβ) προσφύομαιαρχ.1. συνάπτω, συνενώνω κατά φυσικό τρόπο («ἡ μὲν θερμότης καὶ ψυχρότης ὁρίζουσαι καὶ συμφύουσαι καὶ μεταβάλλουσαι τὰ ὁμογενῆ», Αριστοτ.)2. (σχετικά με πληγή) επουλώνω3. (σχετικά με τους οφθαλμούς) κλείνω («διὰ τί οἱ αἰδούμενοι τοὺς ὀφθαλμοὺς συμπεφύκασι;», Αλέξ. Αφρ.)4. μέσ. α) συναυξάνομαιβ) συνενώνομαι, συγκολλώμαι, συνάπτομαιγ) συνεκδ. σκαρφαλώνω έρποντας («ἐχώρουν... συμφυόμενοι τοῑς χωρίοις ἀποτόμοις οὖσι καὶ χαλεποῑς», Πλάτ.)δ) μτφ. i) (για πολιτικό σύστημα) σταθεροποιούμαιii) (για λόγους, έννοιες) συνδυάζομαι λογικά5. παθ. (για οστά) συγκολλώμαι στερεά.
Dictionary of Greek. 2013.